- φαβιον
- φάβιον(ᾰ) τό голубок
(Arph. - v. l. φάττιον)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Arph. - v. l. φάττιον)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Φάβιον — Φάβιος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλαλώ — (AM καταλαλῶ, έω) κατηγορώ, κακολογώ, συκοφαντώ («τὸν μὲν Φάβιον κατελάλει πρὸς πάντας», Πολ.) αρχ. 1. διαλαλώ, μεγαλοφωνώ) («τὶ δὲ τοῑς θύραζε ταῡτα καταλαλῶν», Αριστοφ.) 2. ενοχλώ κάποιον με τη φλυαρία μου 3. απευθύνω τον λόγο σε κάποιον … Dictionary of Greek
προσεπαιτιώμαι — άομαι, Α κατηγορώ περισσότερο κάποιον μαζί με άλλους, προσυπογράφω μαζί με άλλους κατηγορίες εναντίον κάποιου («προεπαιτιάσασθαι τὸν Φάβιον ὡς...», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπαιτιῶμαι «κατηγορώ, επιρρίπτω ευθύνες»] … Dictionary of Greek